κῆλ'

κῆλ'
κῆλα , κήλας
adjutant
masc voc sg
κῆλα , κήλας
adjutant
masc nom sg (epic)
κῆλαι , κήλας
adjutant
masc nom/voc pl
κῆλαι , κήλη
tumour
fem nom/voc pl
κῆλα , κῆλον
shaft
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κηρύλος — ο (Α κηρύλος και κειρύλος) μυθικό θαλάσσιο πτηνό τού είδους τής αλκυόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra «στικτός» και sărī (ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κήλεος — κήλεος, ον στον Ομ. και κήλειος, ον (Α) φρ. «πυρί κηλέῳ» ή «πυρί κηλείῳ» με λαμπερή αναμμένη φωτιά («τάχα νήας ἐνιπρήσει πυρί κηλέῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κήλ εος πιθ. < καυαλέος, με συναίρεση και αναβιβασμό τού τόνου. Ο τ …   Dictionary of Greek

  • φαρκίς — ῑδος, ἡ, Α ρυτίδα, ζαρωματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνια λ., αβέβαιης ετυμολ.. Κατά μία άποψη η λ. ανάγεται στη ρίζα *bher «χτυπώ, τρίβω» (πρβλ. φάρος [III]) με ουρανική παρέκταση k και επίθημα ίς, ῖδος (πρβλ. κηλ ίς, σφραγ ίς) και συνδέεται με το λιθουαν.… …   Dictionary of Greek

  • kēl-, kōl-, kǝl- —     kēl , kōl , kǝl     English meaning: to deceive, enthrall, etc..     Deutsche Übersetzung: “betören, vorspiegeln, schmeicheln, betrũgen”     Material: Gk. Att. κηλέω (Proto Gk. η) “ enchant, betören”, κηληθμός “ enthrallment “, κηληδόνες pl …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”